ταλάνισμα

ταλάνισμα
το, -ατος
και ταλανισμός, ο
1. ελεεινολόγηση, κακοτύχισμα.
2. ταλαιπωρία, βασάνισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Καταρτζής, Δημήτριος — (Κωνσταντινούπολη 1730; – Βουκουρέστι 1807). Λόγιος και παιδαγωγός. Ήταν γνωστός και ως Φωτιάδης. Καταγόταν από εύπορη φαναριώτικη οικογένεια. Υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους του ελληνικού Διαφωτισμού και ο πιο πρώιμος θεωρητικός του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”